γρανίτης

γρανίτης
Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι (κεροστίλβη ή αυγίτης) και άλλα μικρότερης σημασίας ορυκτά (απατίτης, φθορίτης, αιματίτης, μαγνητίτης, τουρμαλίνης, ζιρκόνιο κλπ.) σε πολύ μικρές αναλογίες. Όταν οι γ. περιέχουν ένα ασβεστονατριούχο πλαγιόκλαστο (αλβίτη), τότε λέγονται κοινοίασβεσταλκαλικοί, που διακρίνονται από αυτούς που δεν περιέχουν πλαγιόκλαστο, δηλαδή τους αλκαλικούς γ. Ένας τυπικός γ. περιέχει 60% αστρίους (45% ορθόκλαστο και 15% πλαγιόκλαστο), 30% χαλαζία και 10% μικρότερης σημασίας ορυκτά (κυρίως βιοτίτη). Οι γ. έχουν γενικά ανοιχτό χρώμα, συνήθως γκρίζο, αλλά και ροζ, κόκκινο, κιτρινωπό ή πράσινο. Ο ιστός των γ. είναι γρανιτικός κοκκώδης, με κόκκους μέτριους ή λεπτούς. Το αντίστοιχο ηφαιστειακό πέτρωμα του γ. είναι ο ρυόλιθος με ιστό πορφυροειδή, δηλαδή μέσα σε θεμελιώδη μάζα γ. υπάρχουν μεγάλοι φαινοκρύσταλλοι ορθοκλάστου και χαλαζία, που έχουν μερικές φορές διαστάσεις αρκετών εκατοστών. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες γ. που παίρνουν την ονομασία τους από το επουσιωδέστερο ορυκτολογικό τους συστατικό: βιοτικός γ., κεροστιλβικός γ., μοσχοβιτικός γ., διμαρμαρυγιακός γ., αυγιτικός γ., υπερσθενικός γ. κ.ά. Οι γ. βρίσκονται σε μεγάλους σωρούς, βαθόλιθους ή λακκόλιθους, με οριζόντια εξάπλωση, συχνά πολλών χιλιομέτρων, ενώ τα όρια του βάθους τους είναι άγνωστα. Σπανιότερα εμφανίζονται με μορφή φλεβών, που ξεκινούν σαν αποφύσεις από τους σωρούς και διαφοροποιούνται άλλοτε σε όξινους απλίτες (που αποτελούνται σχεδόν μόνο από αλκαλιούχους αστρίους και χαλαζία, με κόκκους πάρα πολύ λεπτούς) και άλλοτε σε πηγματίτες, που μοιάζουν με τον γ. στην ορυκτολογική τους σύσταση, διαφέρουν όμως στον ιστό: αυτό οφείλεται στις ειδικές συνθήκες κρυστάλλωσης του μάγματος, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μεγάλων, ισομεγέθων κρυστάλλων χαλαζία και ορθοκλάστου, που οι διαστάσεις τους φτάνουν κάποτε σε μερικές δεκάδες εκατοστών. Συχνά, στην επαφή με πετρώματα, που περιέχουν θειικά ή θειούχα άλατα, οξείδια διάφορων μετάλλων κλπ., οι φλέβες εμπλουτίζονται με μέταλλα και σπάνια ορυκτά, όπως κασσίτερο, βολφράμιο, θειούχα μεταλλεύματα χαλκού, χρυσούχο σιδηροπυρίτη, τιτάνιο, τουρμαλίνη, ενώσεις τανταλίου κ.ά. Η μεταλλοφορία αυτή προσδίδει στους γ. οικονομικό ενδιαφέρον. Οι χοντρόκοκκοι γ. αποσαθρώνονται επιφανειακά και σχηματίζουν μία χαλαζιακή άμμο, αργιλούχα, που η παρουσία οξειδίων του σιδήρου της δίνει ένα κόκκινο χρώμα. Τα συστατικά του γ., με την επίδραση του νερού, της θερμοκρασίας ή άλλων εξωγενών παραγόντων, εξαλλοιώνονται σε καολίνη, βωξίτη, χλωρίτη, λειμωνίτη, γλαυκονίτη κ.ά. Με δυναμική μεταμόρφωση, ο γ. μετατρέπεται σε γνεύσιο, που είναι το αντίστοιχο μεταμορφωμένο πέτρωμα. Μέσα σε αυτόν οι μαρμαρυγίες διατάσσονται σε σειρά κατά μία διεύθυνση και αποκτούν σχιστότητα. Οι γ. βρίσκονται άφθονοι σε όλες τις ηπείρους καθώς θεωρούνται τα πιο διαδεδομένα από τα εκρηξιγενή πετρώματα. Ο γ. χρησιμοποιείται στη δομική από την αρχαιότητα, χάρη στο ειδικό βάρος του (2,3-2,7) και στη μεγάλη αντίσταση που παρουσιάζει στη σύνθλιψη (περίπου 2.000-2.200 kgr/cm2). Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του είναι η ομογενής –με σπάνιες εξαιρέσεις– υφή του, το χρώμα, ο υψηλός βαθμός σκληρότητας, η σταθερότητά του και η σχετικά όχι δύσκολη κατεργασία του. Επιπλέον ο γ. μπορεί να λειανθεί, να στιλβωθεί καλά και να λαξευτεί. Χρησιμοποιείται συνήθως ως πέτρα κατεργασμένη, στη διακοσμητική για μνημεία, στη γλυπτική, στη δομική για τα σκαλοπάτια, τους λιθόστρωτους δρόμους κ.α. Βρίσκει επίσης εφαρμογή σε λιμενικά έργα, σε ογκώδη και στερεά έργα οδοποιίας και σιδηροδρόμων και σε πετροκονιάματα. Στην Ελλάδα γ. συναντώνται στη Μακεδονία, στο Άγιον Όρος, στη Θεσσαλία, στο Λαύριο, στη Θάσο, στη Θράκη, στη Δήλο, στην Ικαρία κ.α. Ο γρανίτης, πέτρωμα που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην οικοδομική, είναι γενικά ανοιχτόχρωμος. Ο γρανίτης μπορεί να έχει και άλλους χρωματισμούς, όπως ο γρανίτης του Μπαβένο, ο οποίος παίρνει το χρώμα της ποικιλίας του ορθόκλαστου που περιέχει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γρανίτης — ο 1. σκληρό εκρηξιγενές πέτρωμα. 2. μτφ., άνθρωπος σθεναρός, άκαμπτος: Στις αποφάσεις του είναι γρανίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γρανίτης — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 102 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Γρανίτη, που αποτελεί τμήμα του ορεινού όγκου του Φαλακρού όρους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Νευροκοπίου …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste südslawischer Bezeichnungen griechischer Orte — In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen Bezeichnungen von Orten in Griechenland gegenübergestellt. Viele griechische Siedlungen hatten in ihrer Geschichte griechische und nichtgriechische Namensformen. Eine Vielzahl dieser Namen …   Deutsch Wikipedia

  • Nevrokopi — Gemeinde Nevrokopi Δήμος Νευροκοπίου …   Deutsch Wikipedia

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • γρανιτόστρωση — η στρώσιμο δρόμων, πλατειών κ.λπ. με πλάκες γρανίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρανίτης + στρώση ( ις). Η λ., στον λόγιο τ., γρανιτόστρωσις (οδών), μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Αποστολίδη] …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”